- δωδεκαήμερος
- -η, -ο (AM δωδεκαήμερος, -ον)1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ημέρες2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαήμερο(ν) διάστημα δώδεκα ημερών, ειδικά το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανείων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκαήμερον — δωδεκαήμερος of twelve days masc/fem acc sg δωδεκαήμερος of twelve days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαημέρου — δωδεκαήμερος of twelve days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)